- γομώνω
- (AM γομῶ, -όω) [γόμος]1. γεμίζω2. φορτώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γομώνω — γομώνω, γόμωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: γομώνω : σπάνια η εμφάνιση του ρήματος στην παθητική φωνή (γομώνομαι, βλ. πίν. 4 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γομώνω — γόμωσα 1. παραγεμίζω πουλερικό ή φαγητό με γέμισμα. 2. γεμίζω όπλο με εκρηκτική ύλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγόμωτος — η, ο [γομώνω] ο δίχως γόμωση, αγέμιστος … Dictionary of Greek
αναγομώνω — γεμίζω εκ νέου (όπλο). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γομώνω] … Dictionary of Greek
γομώ — βλ. γομώνω … Dictionary of Greek